ἀγλαότιμος

ἀγλαότιμος
ἀγλαότιμος
splendidly honoured
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αγλαότιμος — ἀγλαότιμος, ον (Α) αυτός που τιμάται μεταλοπρεπώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγλαός + τιμή] …   Dictionary of Greek

  • ἀγλαότιμον — ἀγλαότιμος splendidly honoured masc/fem acc sg ἀγλαότιμος splendidly honoured neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγλαότιμε — ἀγλαότιμος splendidly honoured masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγλαότιμοι — ἀγλαότιμος splendidly honoured masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”